μπελαλίδικος

μπελαλίδικος
belalı, kabadayı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπελαλίδικος — η, ο θηλ. και ια 1. αυτός που προξενεί μπελάδες 2. δύσκολος, δυσχερής, κοπιαστικός («δουλειά μπελαλίδικη»). επίρρ... μπελαλίδικα με μπελαλίδικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. belali + κατάλ. ίδικος] …   Dictionary of Greek

  • μπελαλίδικος — η, ο (λ. τουρκ.), αυτός που προκαλεί μπελάδες, ο ενοχλητικός: Τα κατοικίδια συχνά είναι μπελαλίδικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπελαλής — ο αυτός που προκαλεί μπελάδες, μπελαλίδικος, ενοχλητικός: Μην μπλέκεις μαζί του, είναι μπελαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”